- τραχηλαλγία
- η, Νπόνος στην περιοχή τού τραχήλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -αλγία* (< -αλγής< άλγος «πόνος»), πρβλ. κεφαλ-αλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek